- χολώδης
- -ες / χολώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή]1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.)2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.)αρχ.1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή, γεμάτος χολή (α. «πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί», Πλάτ.- β. «χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις», Ιπποκρ.)2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χολώδειςάνθρωποι γεμάτοι χολή, πικραμένοι ή οργισμένοι.
Dictionary of Greek. 2013.